- χλαμυδίσκη
- χλᾰμυδ-ίσκη, ἡ, in [dialect] Boeot. form [full] χλᾰμουδίσκα, = foreg. 1, Schwyzer 462B36 (Tanagra, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαμυδίσκη — και βοιωτ. τ. χλαμουδίσκα, ἡ, Α χλαμύδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, ύδος + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη). Η λ. απαντά στον βοιωτ. τ. χλαμουδίσκα] … Dictionary of Greek
χλαμουδίσκα — η, Α βλ. χλαμυδίσκη … Dictionary of Greek